Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›χωρικός

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

χωρικός
ουσιαστικό αρσενικό

1 borghigiano
2 burino
3 colono
4 contadiname
5 contadino
6 marrano
7 villico

permalink
‹ χωρικοί
χωριό ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

χωριατοσύνη [θηλ.ουσ]
χωρίζομαι [ρ. παθ.]
χωρίζω {χώρισ-α, ...
χωρική [θηλ.ουσ]
χωρικοί [ουσ αρσ πληθ.]
χωρικός [ουσ αρσ ]
χωριό [ουσ ουδ.]
χωρίο [ουσ ουδ.]
χωριουδάκι [ουσ ουδ.]
χωρίς [πρόθ.]
χωρίς [επίρ.]
χώρισμα {χωρίσμ-ατ...
χωρισμένη [θηλ.ουσ]
χωρισμένος [επίθ.]
χωρισμός [ουσ αρσ ]
χωριστά [επίρ.]
χωριστικός [επίθ.]
χωριστός [επίθ.]
χωρίστρα {δύσχρ. χω...
χώριστρα [θηλ.ουσ]


{{ID:CWRIKOS100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti