GrecoItaliano


χώρος
ουσιαστικό αρσενικό

1 spazio
2 [εμβαδόν] ambiente (m)

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


σε κλειστό χώρο = al coperto || ο δημόσιος χώρος = luogo [αρσ.] pubblico || ο αρχαιολογικός χώρος = sito [αρσ.] archeologico



Sfoglia il dizionario




{{ID:CWROS100}}
---CACHE---