Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›δαχτυλιδένιος

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

δαχτυλιδένιος  
επίθετο

1 a forma di ane`llo; anula`re
2 ((figurato)) stretto; sotti`le δαχτυλιδένια μέση==vita stretta; vitino di vespa

permalink
‹ δαχτυλιά
δαχτυλίδι ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

δαφνοστεφής {δαφνοστεφ...
δαφνώνας [ουσ αρσ ]
δάχτιλο [ουσ ουδ.]
δαχτυλήθρα {δαχτυληθρ...
δαχτυλιά [θηλ.ουσ]
δαχτυλιδένιος [επίθ.]
δαχτυλίδι {δαχτυλιδ-...
δάχτυλο {δαχτύλ-ου...
δαχτυλογραφώ (δαχτυλογρ...
δαχτυλοθετώ [ρ. μτβ.]
δαψίλεια [θηλ.ουσ]
δαψιλέστατος [επίθ.]
δαψιλέστερος [επίθ.]
δαψιλής {δαψιλ-ούς...
δε [σύνδ.]
δε [επίρ.]
δεβόνιος [αρσ. επίθ και ουσ]
δεδηλωμένη [θηλ.ουσ]
δεδηλωμένος [επίθ.]
δεδικασμένο [ουσ ουδ.]


{{ID:DACTYLIDENIOS100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti