Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›δανειστικός

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

δανειστικός  
επίθετο

1 relati`vo al pre`stito o a chi presta
2 che dà in pre`stito δανειστική βιβλιοθήκη==biblioteca che dà i libri in prestito

permalink
‹ δανειστής
δανείστρια ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

δανειολήπτρια {δα-νειολη...
δάνειος [επίθ.]
δανεισμένος [επίθ.]
δανεισμός [ουσ αρσ ]
δανειστής [ουσ αρσ ]
δανειστικός [επίθ.]
δανείστρια {δανειστρι...
Δανία [θηλ.ουσ]
Δανικά [ουσ ουδ πληθ.]
δανικός [επίθ.]
Δανός [ουσ αρσ ]
δαντέλα {δαντελών}
δαντέλωση [θηλ.ουσ]
δαντελωτός [επίθ.]
δαντικός [επίθ.]
δαπανάω [-άς, -ά] ...
δαπανεύομαι [ρ. παθ.]
δαπάνη {δαπανών}
δαπανημένος [επίθ.]
δαπανηρά [επίρ.]


{{ID:DANEISTIKOS100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti