Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δασώνω  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

pianta`re a bosco; rimboschi`re δάσωσαν τη δυτική πλαγιά του βουνού==hanno piantato a bosco il versante occidentale del monte

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δασωμένος δάσωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---