Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›δεσμά

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

δεσμά  
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός

1 cate`ne ~fp~ (di prigioniero)
2 φυλάκιση prigio`ne ~f~; ca`rcere ~m~ ισόβια δεσμά==carcere a vita, ergastolo

permalink
‹ δεσιμότητα
δεσμευμένος ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

δέρνω {έδειρα, (...
δέσε! [επιφ.]
δέση {-ης κ. -ε...
δέσιμο {δεσίμ-ατο...
δεσιμότητα [θηλ.ουσ]
δεσμά [ουσ ουδ πληθ.]
δεσμευμένος [επίθ.]
δεσμεύομαι [ρ. παθ.]
δέσμευση {-ης κ. -ε...
δεσμευτικός [επίθ.]
δεσμεύω {δεύσμευ-σ...
δέσμη {δεσμών}
δεσμίδα [θηλ.ουσ]
δεσμιδωτός [επίθ.]
δεσμικός [επίθ.]
δέσμιος [επίθ.]
δεσμός {πληθ. δεσ...
δεσμοφύλακας {δεσμοφυλά...
δεσμωτήριο {δεσμωτηρί...
δεσμώτης {δεσμωτών}


{{ID:DESMA100}}

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti