Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›διαβάτης

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

διαβάτης  
ουσιαστικό αρσενικό

pedo`ne ~m~

διαβάτισσα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [διαβάτης ^-η, ο^]

permalink
‹ διαβατήριο
διαβατικός ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

διάβασμα [ουσ ουδ.]
διαβασμένος [επίθ.]
διαβατάρικος [επίθ.]
διαβατάρισσα [θηλ.ουσ]
διαβατήριο {διαβατηρί...
διαβάτης {διαβατών}
διαβατικός [επίθ.]
διαβάτισσα {δύσχρ. δι...
διαβατός [επίθ.]
διαβατότητα [θηλ.ουσ]
διαβεβαιωμένος [επίθ.]
διαβεβαιών [επίθ.]
διαβεβαιώνω {διαβεβαίω...
διαβεβαίωση {-ης κ. -ώ...
διαβεβαιωτικός [επίθ.]
διαβεβλημένος [επίθ.]
διάβημα {διαβήμ-ατ...
διαβήτης {διαβητών}
διαβητικός [επίθ.]
διαβιβάζομαι [ρ. παθ.]


{{ID:DIABATHS100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti