GrecoItaliano


διαδρομή  
ουσιαστικό θηλυκό

1 perco`rso ~m~; tragi`tto ~m~ σήμερα έκανα τρεις φορές την ίδια διαδρομή==oggi ho fatto tre volte lo stesso tragitto
2 cammi`no ~m~; perco`rso ~m~; strada ~f~ σταματήσαμε στα μισά της διαδρομής==ci siamo fermati a metà strada

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


η κάρτα απεριόριστων διαδρομών = abbonamento [αρσ.] dell'autobus || το εισιτήριο απλής διαδρομής = biglietto [αρσ.] di sola andata



Sfoglia il dizionario




{{ID:DIADROMH100}}
---CACHE---