GrecoItaliano


διαφεύγω  
ρήμα αμετάβατο

sfuggi`re διέφυγε τον κίνδυνο==è sfuggito al pericolo | διέφυγε την προσοχή μου==è sfuggito alla mia attenzione | οι τρομοκράτες κατάφεραν να διαφύγουν από τούς αστυνομικούς==i terroristi sono riusciti a sfuggire alla polizia+++μου διαφεύγει==mi sfugge

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


προσπαθώ να διαφύγω = tentare la fuga



Sfoglia il dizionario




{{ID:DIAFEYGW100}}
---CACHE---