Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›διαποτισμένος

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

διαποτισμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [διαποτίζω]
2 bagna`to
3 imbevu`to

permalink
‹ διαπότιση
διαποτισμός ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

διαπόρθμευση [θηλ.ουσ]
διαπορθμεύω {διαπόρθμε...
διαποτίζομαι [ρ. παθ.]
διαποτίζω {διαπότισ-...
διαπότιση [θηλ.ουσ]
διαποτισμένος [επίθ.]
διαποτισμός [ουσ αρσ ]
διαπραγματεύομαι {διαπραγμα...
διαπραγμάτευση {-ης κ. -ε...
διαπραγματεύσιμος [επίθ.]
διαπραγματευτής [επίθ.]
διαπραγματεύτρια [θηλ.ουσ]
διαπραγμένος [επίθ.]
διάπραξη [θηλ.ουσ]
διάπραξις [θηλ.ουσ]
διαπράττω Ρ αόρ. διέ...
διαπρεπέστατος [επίθ.]
διαπρεπέστερος [επίθ.]
διαπρεπής [επίθ.]
διαπρέπω Ρ αόρ. διέ...


{{ID:DIAPOTISMENOS100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti