GrecoItaliano


διασκεδαστικός  
επίθετο

diverte`nte; spasso`so διασκεδαστική ιστορία==una storia divertente, spassosa

διασκεδαστικότερος
επίθετο

comparativo di [διασκεδαστικός]

διασκεδαστικώτερος
επίθετο

comparativo di [διασκεδαστικός]

διασκεδαστικότατος
επίθετο

superlativo di [διασκεδαστικός]

διασκεδαστικώτατος
επίθετο

superlativo di [διασκεδαστικός]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:DIASKEDASTIKOS100}}
---CACHE---