Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›διεγέρτης

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

διεγέρτης  
ουσιαστικό αρσενικό

1 eccitato`re ~m~
2 fomentato`re ~m~
3 incitato`re ~m~
4 istigato`re ~m~
5 provocato`re ~m~

permalink
‹ διεγέρσιμος
διεγερτικό ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

διεγείρομαι μππ. διεγε...
διεγείρω {διήγειρα,...
διεγερμένος [επίθ.]
διέγερση {-ης κ. -έ...
διεγέρσιμος [επίθ.]
διεγέρτης {διεγερτών...
διεγερτικό [ουσ ουδ.]
διεγερτικός [επίθ.]
διεγκέφαλος {διεγκεφάλ...
διεδρικός [επίθ.]
δίεδρο [ουσ ουδ.]
δίεδρος [επίθ.]
διεζευγμένος [επίθ.]
διεθνής {διεθν-ούς...
Διεθνής [θηλ.ουσ]
διεθνικότητα [θηλ.ουσ]
διεθνισμός [ουσ αρσ ]
διεθνιστής [ουσ αρσ ]
διεθνιστικός [επίθ.]
διεθνίστρια [θηλ.ουσ]


{{ID:DIEGERTHS100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti