Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›διθύραμβος

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

διθύραμβος  
ουσιαστικό αρσενικό

1 letteratura ditira`mbo ~m~
2 ((figurato)) elo`gio ~m~ eccessi`vo; panegi`rico ~m~

permalink
‹ διθυραμβικός
διίδρωμα ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

διηνεκώς [επίρ.]
διηπειρωτικός [επίθ.]
διηρημένος [επίθ.]
διθέσιος [επίθ.]
διθυραμβικός [επίθ.]
διθύραμβος {διθυράμβ-...
διίδρωμα {διιδρώμ-α...
διίδρωση [θηλ.ουσ]
διιδρωτικός [επίθ.]
διίσταμαι {διίστα-σα...
διιστάμενος [επίθ.]
δικάζομαι [ρ. παθ.]
δικαζόμενος [επίθ.]
δικάζω {δίκασ-α, ...
δικάζων [επίθ.]
δικαία [επίρ.]
δίκαιο {δικαί-ου ...
δικαιοδοσία {δικαιοδοσ...
δικαιοδοτικός [επίθ.]
δικαιοδοτώ [-είς, -εί...


{{ID:DIQYRAMBOS100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti