Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›δουκάτο

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

δουκάτο  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 duca`to ~m~; domi`nio ~m~ del duca
2 moneta duca`to ~m~

permalink
‹ δούκας
δουκικός ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

δοτός [επίθ.]
δότρια {δοτριών}
Δουβλινέζα [θηλ.ουσ]
Δουβλινέζος [ουσ αρσ ]
δούκας {δουκών}
δουκάτο [ουσ ουδ.]
δουκικός [επίθ.]
δούκισσα {δουκισσών...
δουλεία {χωρ. πληθ...
δουλειά [θηλ.ουσ]
δούλεμα {δουλέμ-ατ...
δουλεμένος [επίθ.]
δουλεμπορία [θηλ.ουσ]
δουλεμπορικός [επίθ.]
δουλεμπόριο {δουλεμπορ...
δουλέμπορος {δουλεμπόρ...
δουλευταράς {δουλευταρ...
δουλευταρού {δουλευτα-...
δουλευτής {-ήδες κ. ...
δουλεύτρα {χωρ. γεν....


{{ID:DOYKATO100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti