Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›δράττω

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

δράττω  
ρήμα μεταβατικό

afferra`re

δράττομαι
ρήμα παθητικό

co`gliere; approfitta`re di… δράττομαι της ευκαιρίας==cogliere l'occasione

permalink
‹ δράστρια
δραχμή ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

δραστικώτατος [επίθ.]
δραστικώτερος [επίθ.]
δράστις {δράστ-ιδο...
δράστρια {δραστριών...
δράττομαι [ρ. παθ.]
δράττω [ρ. μτβ.]
δραχμή [θηλ.ουσ]
δραχμοβίωτος [επίθ.]
δραχμοποιημένος [επίθ.]
δραχμοποίηση [θηλ.ουσ]
δραχμοποιώ {δραχμοποι...
δραχμοφονιάς {δραχμοφον...
δράχνω aor άδραξα...
δρεπάνι {δρεπαν-ιο...
δρεπανιά [θηλ.ουσ]
δρεπανίζω {δρεπάνισα...
δρέπανο [ουσ ουδ.]
δρεπανοειδής {δρεπανοει...
δρέπω {έδρεψα} (...
δριμύς {δριμ-ύ (λ...


{{ID:DRATTW100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti