Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›δρόσισε

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

δρόσισε  
ρήμα απρόσωπο

fa fresco

permalink
‹ δροσίζω
δρόσισμα ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

δροσεύω [ρ. μτβ.]
δροσιά [θηλ.ουσ]
δροσίζομαι [ρ. παθ.]
δροσίζω {δρόσισ-α,...
δροσίζω {δρόσισ-α,...
δρόσισε [ρ. απρ.]
δρόσισμα [ουσ ουδ.]
δροσισμένος [επίθ.]
δροσιστικός [επίθ.]
δροσοβολάω [ρ. μτβ.]
δροσολογάω [ρ. μτβ.]
δροσολογώ {δροσολογε...
δροσόμετρο [ουσ ουδ.]
δροσοπηγή [θηλ.ουσ]
δρόσος [θηλ.ουσ]
δρόσος [ουσ ουδ.]
δροσοσταλίδα [θηλ.ουσ]
δροσόφιλα [θηλ.ουσ]
δρυάδα [θηλ.ουσ]
δρυΐδης {δρυϊδών}


{{ID:DROSISE100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti