GrecoItaliano


δύναμη  
ουσιαστικό θηλυκό

1 forza ~f~ ανακτώ τις δυνάμεις μου==riacquistare le forze | η δύναμη του αέρα==la forza del vento | φωνάζω με όλη μου τη δύναμη==gridare con tutte le proprie forze | δύναμη χαρακτήρα==forza di carattere | το κόμμα των φιλελευθέρων έχασε τη δύναμή του==il partito liberale ha perso la sua forza
2 ουσίας effica`cia ~f~; pote`nza ~f~ δύναμη φαρμάκου==efficacia di un medicinale
3 pote`re ~m~ μόνο αυτός έχει αυτή τη δύναμη==solo lui ha questo potere
4 fisica forza ~f~ η δύναμη της βαρύτητας==la forza di gravità
5 matematica pote`nza ~f~ υψώνω στη νιοστή δύναμη==elevare all'ennesima potenza
6 storia pote`nza ~f~ οι Μεγάλες Δυνάμεις==le Grandi Potenze+++δυνάμει του άρθρου…==in forza dell'articolo… | το κατά δύναμιν==tutto il possibile

δυνάμεις
ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός

forze [sfp] οι δυνάμεις ασφαλείας==le forze dell'ordine | οι ένοπλες δυνάμεις==le forze armate

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


με όλη τη δύναμη της φωνής = a squarciagola || η δύναμη θέλησης = forza [θηλ.] di volontà



Sfoglia il dizionario




{{ID:DYNAMH100}}
---CACHE---