GrecoItaliano


Αποσαφήνιση

Η αναζήτηση σας έδωσε περισσότερα αποτελέσματα:
  • () ΣΕ ΑΥΤΗ ΤΗ ΣΕΛΙΔΑ
  • ()

έχθρα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 inimici`zia ~f~, ostilità ~f~ υπάρχει έχθρα μεταξύ τους == c'è inimicizia fra di loro
2 a`stio ~m~, ranco`re ~m~

έχιθρα
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [έχθρα]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:ECQRA100}}
---CACHE---