Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


έφορος  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

1 soprintende`nte ~mf~, sovrintende`nte ~mf~ έφoρoς αρχαιοτήτων == soprintendente alle antichità
2 direttore ~m~ dell'uffi`cio delle impo`ste

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εφορμών εφόσον  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---