GrecoItaliano


έγγραφο  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 docume`nto ~m~ γνήσιο έγγραφο==documento autentico | πλαστό έγγραφο==documento falso | στρατιωτικά έγγραφα==documenti militari
2 atto ~m~; scrittu`ra ~f~ δημόσιο έγγραφο==atto pubblico | ιδιωτικό έγγραφο==atto privato

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


τα έγγραφα = carte [θηλ. πλυθ.] (documenti)



Sfoglia il dizionario




{{ID:EGGRAFO100}}
---CACHE---