εγκατάσταση
ουσιαστικό θηλυκό
1 τοποθέτηση impia`nto ~m~; installazio`ne ~f~ έξοδα πρώτης εγκατάστασης==spese di primo impianto | εγκατάσταση συστήματος εξαερισμού==installazione di un sistema di aerazione
2 τακτοποίηση sistemazio`ne ~f~ definiti`va μετά την εγκατάστασή μου στη Θεσσαλονίκη==dopo la mia sistemazione definitiva a Salonicco
3 diritto no`mina ~f~; istituzio`ne ~f~ εγκατάσταση κληρονόμου==istituzione di erede
εγκαταστάσεις
ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός
impia`nti ~mp~; stabilime`nti ~mp~ οι εγκαταστάσεις ενός εργοστασίου==gli impianti di una fabbrica
ουσιαστικό θηλυκό
1 τοποθέτηση impia`nto ~m~; installazio`ne ~f~ έξοδα πρώτης εγκατάστασης==spese di primo impianto | εγκατάσταση συστήματος εξαερισμού==installazione di un sistema di aerazione
2 τακτοποίηση sistemazio`ne ~f~ definiti`va μετά την εγκατάστασή μου στη Θεσσαλονίκη==dopo la mia sistemazione definitiva a Salonicco
3 diritto no`mina ~f~; istituzio`ne ~f~ εγκατάσταση κληρονόμου==istituzione di erede
εγκαταστάσεις
ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός
impia`nti ~mp~; stabilime`nti ~mp~ οι εγκαταστάσεις ενός εργοστασίου==gli impianti di una fabbrica
permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα
οι εγκατάστασεις [f.] ανάβασης = impianti [αρσ. πλυθ.] di risalita || οι θερινές εγκαταστάσεις [f.] = stabilimento [αρσ.] balneare || η βιομιχανική εγκατάσταση = stabilimento [αρσ.] industriale
εγκαταστάσεις {-ης κ. -ά...
εγκατάσταση {-ης κ. -ά...
---CACHE---
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
