Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›εκριζώνω

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

εκριζώνω  
ρήμα μεταβατικό

1 dive`llere
2 estirpa`re
3 sradica`re
4 sve`llere

permalink
‹ εκρηξιγενής
εκρίζωση ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

εκρηκτικότερος [επίθ.]
εκρηκτικώτατος [επίθ.]
εκρηκτικώτερος [επίθ.]
έκρηξη {-ης κ. -ή...
εκρηξιγενής {εκρηξιγεν...
εκριζώνω {εκρίζω-σα...
εκρίζωση [θηλ.ουσ]
εκριζωτής [ουσ αρσ ]
εκροή [θηλ.ουσ]
έκρυθμος [επίθ.]
εκρωσίζομαι [ρ. παθ.]
εκσκάπτω [ρ. μτβ.]
εκσκαφέας {εκσκαφ-εί...
εκσκαφή [θηλ.ουσ]
εκσπερματώνω (εκσπερμάτ...
εκσπερμάτωση [θηλ.ουσ]
εκσπώ {εκσπάς......
έκσταση {-ης κ. -ά...
εκστασιάζομαι {εκστασιάσ...
εκστασιάζω [ρ. μτβ.]


{{ID:EKRIZWNW100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti