GrecoItaliano


ελέφαντας  
ουσιαστικό αρσενικό

zoologia elefa`nte ~m~

ελεφαντίνα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [ελέφαντας ^-α, ο^]

ελέφας
ουσιαστικό αρσενικό

variante letteraria di [ελέφαντας ^-α, ο^]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:ELEFANTAS100}}
---CACHE---