Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ενδελεχώς  
ουσιαστικό αρσενικό

per un pelo

ενδελεχέστερος
επίθετο

comparativo di [ενδελεχώς]

ενδελεχέστατος
επίθετο

superlativo di [ενδελεχώς]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ενδελεχής ενδέχεται  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: