Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›ενδόπλασμα

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

ενδόπλασμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

endopla`sma ~m~

permalink
‹ ενδοπαράσιτο
ενδοπνευμονικός ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ενδοξότατος [επίθ.]
ενδοξότερος [επίθ.]
ενδοξότητα [θηλ.ουσ]
ενδοοικογενειακά [επίρ.]
ενδοπαράσιτο {ενδοπαρασ...
ενδόπλασμα {ενδοπλάσμ...
ενδοπνευμονικός [επίθ.]
ενδοπυελικός [επίθ.]
ενδοπυρηνικός [επίθ.]
ενδοσκελετός [ουσ αρσ ]
ενδοσκόπηση {-ης κ. -ή...
ενδοσκοπία [θηλ.ουσ]
ενδοσκοπικός [επίθ.]
ενδοσκόπιο {ενδοσκοπί...
ενδοσκοπούμαι [ρ. παθ.]
Ενδοσπονδυλικός [επίθ.]
ενδόστεο [ουσ ουδ.]
ενδοστρεφέστατος [επίθ.]
ενδοστρεφέστερος [επίθ.]
ενδότατος [επίθ.]


{{ID:ENDOPLASMA100}}

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti