Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›εννοσσιεύω

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

εννοσσιεύω
ρήμα μεταβατικό

variante di [εννεοσσεύω]

permalink
‹ εννοούμαι
έννους ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

έννοια {1} {-ας κ. (λ...
εννοιανός [επίθ.]
εννοιολογικός [επίθ.]
έννομος [επίθ.]
εννοούμαι [ρ. παθ.]
εννοσσιεύω [ρ. μτβ.]
έννους {έννου | χ...
εννοώ {εννοείς.....
ενοίκι [ουσ ουδ.]
ενοικιάζεται [ρ. απρ.]
ενοικιάζομαι [ρ. παθ.]
ενοικιάζω {ενοικίασ-...
ενοικίαση [-εις]
ενοικιάσιμος [επίθ.]
ενοικιαστές [ουσ αρσ πληθ.]
ενοικιαστήριο {ενοικιαστ...
ενοικιαστής [ουσ αρσ ]
ενοικιάστρια {ενοικιαστ...
ενοίκιο {ενοικί-ου...
ενοικιοστάσιο {ενοικιοστ...


{{ID:ENNEOSSEYW100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti