Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›ενορχηστρώνω

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

ενορχηστρώνω  
ρήμα μεταβατικό

1 mettere in partitura
2 arrangiare
3 concertare
4 orchestrare
5 strumentalizzare
6 strumentare

permalink
‹ ενορχηστρωμένος
ενορχήστρωση ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ενορίτισσα {ενοριτισσ...
ένορκοι [ουσ αρσ πληθ.]
ένορκος [επίθ.]
ένορκος [ουσ αρσ ]
ενορχηστρωμένος [επίθ.]
ενορχηστρώνω (ενορχήστρ...
ενορχήστρωση {-ης κ. -ώ...
ενορχηστρωτής [ουσ αρσ ]
ενορώ [-άς, -ά]
ενόστωσις [θηλ.ουσ]
ενόσω [σύνδ.]
ενότητα [θηλ.ουσ]
ενούρηση [θηλ.ουσ]
ενούρησις [θηλ.ουσ]
ενοφθαλμίζω (ενοφθάλμι...
ενοχή [θηλ.ουσ]
ενοχλεύω [ρ. μτβ.]
ενόχλημα [ουσ ουδ.]
ενοχλημένος [επίθ.]
ενόχληση [-εις]


{{ID:ENORCHSTRWNW100}}

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti