Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επανόρθωση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 il rialza`re ~m~, il rime`ttere ~m~ in pie`di
2 ((figurato)) retti`fica ~f~, riparazio`ne ~f~, il rimedia`re à

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επανορθώνω επανορθώσιμος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---