Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›επιστάτισσα

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

επιστάτισσα  
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [επιστάτης ^-η, ο^]

permalink
‹ επιστάτης
επιστατούμαι ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

επιστάμενος θηλ. και ε...
επισταμένως [επίρ.]
επίσταξη {-ης κ. -ά...
επιστασία {επιστασιώ...
επιστάτης {επιστατών...
επιστάτισσα {επι-στατι...
επιστατούμαι [ρ. παθ.]
επιστάτρια {επιστα-τρ...
επιστατώ {επιστατεί...
επιστεγάζομαι [ρ. παθ.]
επιστεγάζω {επιστέγασ...
επιστέγαση [θηλ.ουσ]
επιστέγασμα {επιστεγάσ...
επιστέφω {επέστεψα,...
επιστήθιος [επίθ.]
επιστήμη {επιστημών...
επιστημολογία [θηλ.ουσ]
επιστημολογικός [επίθ.]
επιστήμονας {θηλ. επισ...
επιστημονικά [επίρ.]


{{ID:EPISTATISSA100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti