Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ερασιτέχνης  
ουσιαστικό αρσενικό

1 diletta`nte ~mf~ ερασιτέχνης μουσικός == musicista dilettante | θίασος ερασιτεχνών ηθοπoιών == compagnia teatrale di dilettanti
2 (/spregiativo/) diletta`nte ~mf~

ερασιτέχνισσα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [ερασιτέχνης ^-η, ο^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  έρανος ερασιτεχνικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---