GrecoItaliano


εργατικός  
επίθετο

1 opera`io, relati`vo all'opera`io εργατικό κίνημα == movimento operaio | εργατικό δίκαιο == diritto del lavoro | εργατικά συνδικάτα == sindacati dei lavoratori | εργατικές κατοικίες == case popolari
2 laborio`so, opero`so εργατικός υπάλληλος == un impiegato operoso

εργατικότερος
επίθετο

comparativo di [εργατικός]

εργατικότατος
επίθετο

superlativo di [εργατικός]

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


η Εργατική Πρωτομαγιά = festa [θηλ.] dei lavoratori



Sfoglia il dizionario




{{ID:ERGATIKOS100}}
---CACHE---