Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›ερμίνα

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

ερμίνα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 zoologia ermelli`no ~m~
2 pelli`ccia ~f~ di ermelli`no, ermelli`no ~m~

permalink
‹ έρμιθες
έρμο ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ερμητικότητα [θηλ.ουσ]
ερμητισμός {χωρ. πληθ...
ερμιά [θηλ.ουσ]
ερμίζω [ρ. μτβ.]
έρμιθες [θηλ. ουσ πληθ.]
ερμίνα {χωρ. πληθ...
έρμο [ουσ ουδ.]
ερμολόγι [ουσ ουδ.]
έρμος [επίθ.]
ερμοχάρακον [ουσ ουδ.]
ερμπάριο [ουσ ουδ.]
ερπετό [ουσ ουδ.]
ερπετολογία [θηλ.ουσ]
ερπετολόγος [ουσ αρσ και θηλ.]
ερπετόν [ουσ ουδ.]
έρπης {έρπ-ητα |...
έρπητας [ουσ αρσ ]
ερπητικός [επίθ.]
ερπητοειδής [επίθ.]
ερπίζω [ρ. μτβ.]


{{ID:ERMINA100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti