Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εσωτερικό  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 inte`rno, la parte inte`rna / interio`re το εσωτερικό τον ψυγείου == l'interno del frigorifero
2 territo`rio ~m~ naziona`le πτήσεις εσωτερικού == voli nazionali
3 entrote`rra, inte`rno di un pae`se οι κάτοικοι κατέφυγαν στο εσωτερικό της χώρας για να γλιτώσούν από τούς πειρατές == gli abitanti si rifugiarono nell'entroterra per sfuggire ai pirati

εσωτερικά
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός

affa`ri ~mp~ inte`rni παρεμβαίνω στα εσωτερικά μιας χώρας == interferire negli affari interni di un paese | Υπουργείο Εσωτερικών == Ministero degli Interni

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εσωτερικισμός Εσωτερικοποιώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---