Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›εξαιρετικότητα

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

εξαιρετικότητα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 eccezionalità ~f~
2 peculiarità ~f~
3 singolarità ~f~
4 specificità ~f~
5 straordinarietà ~f~
6 sublimità ~f~

permalink
‹ εξαιρετικός
εξαίρετος ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

εξαίρεση {-ης κ. -έ...
εξαίρεσις [θηλ.ουσ]
εξαιρετέος [επίθ.]
εξαιρετικά [επίρ.]
εξαιρετικός [επίθ.]
εξαιρετικότητα [θηλ.ουσ]
εξαίρετος [επίθ.]
εξαίρομαι αόρ. εξήρα...
εξαιρούμαι παθ. αόρ. ...
εξαιρούμενος [επίθ.]
εξαιρουμένου [επίθ.]
εξαίρω {εξήρα, εξ...
εξαιρώ {εξαιρείς....
εξαιρών [επίθ.]
εξαίσια [επίρ.]
εξαίσιος [επίθ.]
εξαιτίας [πρόθ.]
εξαιτούμαι {εξαιτείσα...
εξαίφνης [επίρ.]
εξακολούθηση {-ης κ. -ή...


{{ID:EXAIRETIKOTHTA100}}

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti