Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›εξασθενητικός

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

εξασθενητικός  
επίθετο

1 attenua`nte
2 debilita`nte
3 sfibra`nte
4 indebolito`re

permalink
‹ εξασθένηση
εξασθενίζω ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

εξασέλιδος [επίθ.]
εξασθενημένα [επίρ.]
εξασθενημένος [επίθ.]
εξασθενής [επίθ.]
εξασθένηση {-ης κ. -ή...
εξασθενητικός [επίθ.]
εξασθενίζω {εξασθένισ...
εξασθένιση [θηλ.ουσ]
εξασθενώ {εξασθενεί...
εξασκημένος [επίθ.]
εξάσκηση {-ης κ. -ή...
εξασκούμαι [ρ. παθ.]
εξασκούμενος [επίθ.]
εξασκώ {εξασκείς....
εξάστηλο [επίθ.]
εξάστηλος [επίθ.]
εξάστιχο [ουσ ουδ.]
εξάστιχος [επίθ.]
εξάστυλος [επίθ.]
εξασφαλίζομαι [ρ. παθ.]


{{ID:EXASQENHTIKOS100}}

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti