Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›εξόριση

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

εξόριση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 ostraci`smo ~m~
2 proscrizio`ne ~f~
3 relegazio`ne ~f~

permalink
‹ εξορίζω
εξόρισθος ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

εξοργιστικά [επίρ.]
εξοργιστικός [επίθ.]
εξορία, εξοριά {εξοριών}
εξορίζομαι [ρ. παθ.]
εξορίζω {εξόρισ-α,...
εξόριση [θηλ.ουσ]
εξόρισθος [επίθ.]
εξόρισις [θηλ.ουσ]
εξορισμένος [επίθ.]
εξορισμός [ουσ αρσ ]
εξόριστος [επίθ.]
εξορκίζομαι [ρ. παθ.]
εξορκίζω {εξόρκισ-α...
εξόρκιση [θηλ.ουσ]
εξορκισμός [ουσ αρσ ]
εξορκιστέος [επίθ.]
εξορκιστής [ουσ αρσ ]
εξορκιστικός [επίθ.]
εξορκίστρια [θηλ.ουσ]
εξορμάω [ρ.αμτβ.]


{{ID:EXORISH100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti