Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›εξουσιοδότηση

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

εξουσιοδότηση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 autorizzazio`ne ~f~
2 έγγραφο procu`ra ~f~, de`lega ~f~

permalink
‹ εξουσιοδοτημένος
εξουσιοδοτικός ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

εξουσιαστής [ουσ αρσ ]
εξουσιαστικός [επίθ.]
εξουσιάστρα [θηλ.ουσ]
εξουσιάστρια [θηλ.ουσ]
εξουσιοδοτημένος [επίθ.]
εξουσιοδότηση {-ης κ. -ή...
εξουσιοδοτικός [επίθ.]
εξουσιοδοτούμαι [ρ. παθ.]
εξουσιοδοτώ [-είς, -εί...
εξοφθαλμία [θηλ.ουσ]
εξόφθαλμος [επίθ.]
εξοφληθείς [επίθ.]
εξοφλημένος [επίθ.]
εξόφληση {-ης κ. -ή...
εξοφλητέος [επίθ.]
εξοφλητικό [ουσ ουδ.]
εξοφλητικός [επίθ.]
εξοφλούμαι [ρ. παθ.]
εξοφλώ {εξοφλείς....
έξοχα [επίρ.]


{{ID:EXOYSIODOTHSH100}}

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti