Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›φέρνω

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

φέρνω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 portare
2 [προξενώ] provocare
3 [παράγω] condurre

permalink
‹ φέρνομαι
φέρομαι ›


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


φέρνω σε αμηχανία = mettere in imbarazzo



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

φερμάρω {φέρμαρ-α ...
φερμένος [επίθ.]
φερμιόνιο [ουσ ουδ.]
φερμουάρ {άκλ.}
φέρνομαι αόρ. φέρθη...
φέρνω {έφερα, φε...
φέρομαι αόρ. φέρθη...
φερροηλεκτρικός [επίθ.]
φερροηλεκτρισμός [ουσ αρσ ]
φερρομαγνητικός [επίθ.]
φερρομαγνητισμός [ουσ αρσ ]
φέρσιμο {φερσίμ-ατ...
φέρυ–μποτ [ουσ ουδ.]
φέρω {έφερα, φέ...
φέρων {φέρ-οντος...
φέσι {φεσ-ιού |...
φεστιβάλ {άκλ.}
φεστόνι {φεστον-ιο...
φέτα {φετών}
φετινός [επίθ.]


{{ID:FERNW100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti