Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


φρενιάζω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 accanirsi
2 impazzire
3 imperversare
4 indignarsi
5 inferocire
6 infierire
7 infuriare
8 infuriarsi
9 dare in smanie

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  φρενήρης φρένιασμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---