Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


φυστίκι
ουσιαστικό ουδέτερο

1 pistacchio
2 [αράπικο] arachide (f)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  φυσομανώ φυσώ  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


το αράπικο φυστίκι = nocciolina [θηλ.] americana || το φυστίκι Αιγίνης = pistacchio [αρσ.] verde


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---