Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γαλιφιά  
ουσιαστικό θηλυκό

lusi`nga ~f~; leziosa`ggine ~f~; moi`na ~f~ δεν μπορεί ν' αντισταθεί στις γαλιφιές της γυναίκας του==non può resistere alle moine della moglie

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γαλίφης γαλλί  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---