Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γαλότσα  
ουσιαστικό θηλυκό

abbigliamento galo`scia ~f~; calo`scia ~f~; galoche ~f~ γκαλός

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γάλος γαλουχημένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---