Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›γείτονας

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

γείτονας  
ουσιαστικό αρσενικό

1 persona vici`no ~m~
2 paese confina`nte ~m~

γειτόνισσα
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [γείτονας ^-α, ο^]
2 vici`na ~f~

permalink
‹ γειτνίαση
γειτόνεμα ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

γείσο [ουσ ουδ.]
γείσωμα [ουσ ουδ.]
γειτνιάζω {γειτνίασα...
γειτνιάζων [επίθ.]
γειτνίαση [θηλ.ουσ]
γείτονας {γειτόνων}
γειτόνεμα [ουσ ουδ.]
γείτονες [ουσ αρσ πληθ.]
γειτονεύω {μόνο σε ε...
γειτονιά [θηλ.ουσ]
γειτονία {χωρ. πληθ...
γειτονικά [επίρ.]
γειτονικός [επίθ.]
γειτονικότατος [επίθ.]
γειτονικότερος [επίθ.]
γειτονικώτατος [επίθ.]
γειτονικώτερος [επίθ.]
γειτόνισσα {γειτονισσ...
γείτων {γείτ-ονος...
γειώνω {γείω-σα, ...


{{ID:GEITONAS100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti