Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›γελοιοποίηση

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

γελοιοποίηση  
ουσιαστικό θηλυκό

il me`ttere in ridicolo; ridicolizzazio`ne ~f~; irrisio`ne ~f~

permalink
‹ γελοιοποιημένος
γελοιοποιούμαι ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

γέλιο [ουσ ουδ.]
γελοιογραφημένος [επίθ.]
γελοιογραφία {γελοιογρα...
γελοιογράφος [ουσ αρσ και θηλ.]
γελοιοποιημένος [επίθ.]
γελοιοποίηση [θηλ.ουσ]
γελοιοποιούμαι [ρ. παθ.]
γελοιοποιώ {γελοιοποι...
γελοίος [επίθ.]
γελοιότατος [επίθ.]
γελοιότερος [επίθ.]
γελοιότητα [θηλ.ουσ]
γελοιωδέστατος [επίθ.]
γελοιωδέστερος [επίθ.]
γελώ {γελάς... ...
γελώ {γελάς... ...
γέλωτας [ουσ αρσ ]
γελωτοποιός [ουσ αρσ ]
γεμάτος [επίθ.]
γεμίζω {γέμισ-α, ...


{{ID:GELOIOPOIHSH100}}

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti