Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›γευματίζω

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

γευματίζω  
ρήμα αμετάβατο

1 pasteggia`re ~m~
2 το μεσημέρι pranza`re ~m~
3 το πρωΐ fare colazio`ne

permalink
‹ γεύμα
γεύομαι ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

γερτά [επίρ.]
γερτός [επίθ.]
γερώτατος [επίθ.]
γερώτερος [επίθ.]
γεύμα {γεύμ-ατος...
γευματίζω {γευμάτισα...
γεύομαι {γεύτηκα (...
γεύση {-ης κ. -ε...
γευσιγνώστης {γευσιγνωσ...
γευσιγνώστρια {γευσι-γνω...
γευστικός [επίθ.]
γευστικότατος [επίθ.]
γευστικότερος [επίθ.]
γευστικότητα [θηλ.ουσ]
γέφυρα {γεφυρών}
γεφυράκι [ουσ ουδ.]
γεφύρι {γεφυρ-ιού...
γεφυροπλάστιγγα [θηλ.ουσ]
γεφυροποιία [θηλ.ουσ]
γεφυροποιός [ουσ αρσ ]


{{ID:GEYMATIZW100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti