Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γιατρικό  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 ((popolare)) fa`rmaco ~m~; medicame`nto ~m~; rime`dio ~m~; medici`na ~f~
2 ((figurato)) ba`lsamo ~m~; confo`rto ~m~; sollie`vo ~m~ αυτή η μουσική είναι γιατρικό για την ψυχή==questa musica è un balsamo per l'anima

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γιατρεύω γιατρίνα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---