Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›γκαρνταρόμπα

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

γκαρνταρόμπα  
ουσιαστικό θηλυκό

guardaro`ba ~f~; insie`me ~m~ di a`biti διαθέτει πλούσια γκαρνταρόμπα==ha un ricco guardaroba

permalink
‹ γκάρισμα
γκάρντεν πάρτι ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

γκαραντί [επίθ.]
γκαραντί [ουσ ουδ.]
γκαρδιακός [επίθ.]
γκαρίζω {γκάρι-ξα ...
γκάρισμα [ουσ ουδ.]
γκαρνταρόμπα {χωρ. γεν....
γκάρντεν πάρτι [ουσ ουδ.]
γκαρσόν [ουσ ουδ.]
γκαρσόνα {χωρ. γεν....
γκαρσόνι [ουσ ουδ.]
γκαρσονιέρα {χωρ. γεν....
γκάστρι [ουσ ουδ.]
γκαστριά [θηλ.ουσ]
γκάστρωμα [ουσ ουδ.]
γκάστρωμένη [θηλ.ουσ]
γκαστρωμένος [επίθ.]
γκαστρώνω {γκάστρω-σ...
γκάφα {χωρ. γεν....
γκαφατζής {γκαφατζήδ...
γκαφατζού {γκαφατζού...


{{ID:GKARNTAROMPA100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti