Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γκουβερνάντα  
ουσιαστικό θηλυκό

bambina`ia ~f~; governa`nte ~f~; ba`lia ~f~ asciu`tta

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γκονγκ γκουλάγκ  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


η οικότροφος γκουβερνάντα = ragazza [θηλ.] alla pari


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---