Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›γλωσσαμύντωρ

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

γλωσσαμύντωρ  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

purista ~mf~

permalink
‹ γλωσσαλγία
γλωσσάρι ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

γλυφός [επίθ.]
γλύφω (έγλυψα, γ...
γλωσολόγος [ουσ αρσ ]
γλώσσα {γλωσσών}
γλωσσαλγία {δυσχρ. γλ...
γλωσσαμύντωρ {γλωσσαμύν...
γλωσσάρι [ουσ ουδ.]
γλωσσάριο {γλωσσαρί-...
γλωσσάς {γλωσσάδες...
γλώσσημα {γλωσσήμ-α...
γλωσσίδα [θηλ.ουσ]
γλωσσίδι {γλωσσιδ-ι...
γλωσσικός [επίθ.]
γλωσσίτιδα [θηλ.ουσ]
γλωσσίτσα [θηλ.ουσ]
γλωσσογραφία {δύσχρ. γλ...
γλωσσογραφικός [επίθ.]
γλωσσογράφος [ουσ αρσ ]
γλωσσοδέτης {γλωσσοδετ...
γλωσσοκοπανώ [-άς, -ά]


{{ID:GLWSSAMYNTWR100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti