Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›γοητευμένος

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

γοητευμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [γοητεύω]
2 affascina`to
3 fata`to
4 incanta`to
5 rapi`to
6 suggestiona`to

permalink
‹ γοητεία
γοητεύομαι ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

γοερός [επίθ.]
γόης {γό-ητες κ...
γόησσα {γοησσών}
γόητας [ουσ αρσ ]
γοητεία {χωρ. πληθ...
γοητευμένος [επίθ.]
γοητεύομαι (-)
γοητευτής [ουσ αρσ ]
γοητευτικά [επίρ.]
γοητευτικός [επίθ.]
γοητευτικότητα [θηλ.ουσ]
γοητεύω {γοήτ-ευσα...
γόητρο {γοήτρου |...
γόισσα [θηλ.ουσ]
Γολγοθάς χωρίς πληθ
γολέτα {γολετών}
Γολιάθ [κύρ.όν. αρσ.]
γόμα [θηλ.ουσ]
γομαλάκα [θηλ.ουσ]
γομαλάστιχα [θηλ.ουσ]


{{ID:GOHTEYMENOS100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti